διαμαντικό

διαμαντικό
το
1. αδαμαντοποίκιλτο κόσμημα
2. πληθ. τα διαμαντικά
σύνολο κοσμημάτων με διαμάντια και άλλα πολύτιμα πετράδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαμαντικό — το 1. κόσμημα στολισμένο με διαμάντια ή κατασκευασμένο απ’ αυτά. 2. στον πληθ., διαμαντικά τα κοσμήματα, τα χρυσαφικά: Φυλάει τα διαμαντικά της σε θυρίδα στην τράπεζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”